Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐφ' ὃ κατέκειτο

См. также в других словарях:

  • κατέκειτο — κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέκειθ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέκειτ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • погроуженыи — (18) прич. страд. прош. 1.Погруженный, ввергнутый во чтол.: иде же рѣка исхожаше огньна. и тѹ бѧше множьство мѹжь и женъ. и бѧхѹ погрѹжени ови до по˫аса. ови до пазѹхѹ. ови до ши˫а… и въпроси [Богородица] архистратига. котории се сѹть иже до… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… …   Dictionary of Greek

  • λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»